- αλκοολούχος
- ος , ον спиртной, алкогольный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλκοολούχος — ο (για ποτά) αυτός που περιέχει αλκοόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλκοόλη + ούχος < έχω, πρβλ. γαλλ. alcoolique] … Dictionary of Greek
αλκοολούχος — α, ο αυτός που περιέχει οινόπνευμα: Αλκοολούχα ποτά είναι αυτά που περιέχουν λίγο ή πολύ οινόπνευμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
οινοπνευματούχος — ο, θηλ. και α αυτός που περιέχει οινόπνευμα, αλκοολούχος («οινοπνευματούχα ποτά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνόπνευμα + οῦχος* (< ἔχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] … Dictionary of Greek
οινοπνευματώδης — ες 1. αυτός που περιέχει οινόπνευμα, οινοπνευματούχος, αλκοολούχος 2. φρ. «οινοπνευματώδη ποτά» ή, απλώς, «οινοπνευματώδη» ποικιλία ποτών που συνίστανται σε διάλυμα το οποίο περιέχει αλκοόλη, συνήθως αιθυλική, που προκύπτει από τη ζύμωση σακχάρου … Dictionary of Greek
πνευματούχος — ον, Ν αυτός που περιέχει οινόπνευμα, οινοπνευματούχος, αλκοολούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, ατος + ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κων/πόλεως] … Dictionary of Greek